- τραπεζοποιία
- τρᾰπεζο-ποιία, ἡ,A table-making, Str.4.6.2 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραπεζοποιΐα — ἡ, Α [τραπεζοποιός] κατασκευή τραπεζών … Dictionary of Greek
τραπεζοποιίας — τραπεζοποιίᾱς , τραπεζοποιία table making fem acc pl τραπεζοποιίᾱς , τραπεζοποιία table making fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)